- συνεκλυω
- συνεκλύωσυν-εκλύωдосл. вместе развязывать, перен. расслаблять Anth.
συνεκλελυμένοι τοῖς σώμασι τὰς ψυχάς Plut. — обессилев как телом, так и душой
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
συνεκλελυμένοι τοῖς σώμασι τὰς ψυχάς Plut. — обессилев как телом, так и душой
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
συνεκλύω — Α 1. χαλαρώνω, εξασθενίζω κάτι μαζί με κάτι άλλο 2. μέσ. συνεκλύομαι α) γραμμ. (για γλώσσα) χάνω το κύρος και την πειθώ μου, χαλαρώνω β) ελευθερώνομαι, απαλλάσσομαι συγχρόνως («αἱ διὰ τοῡ θανάτου τῶν σωμάτων ἐκλυθεῑσαι ψυχαὶ καὶ τῶν κατὰ τὸν βίον … Dictionary of Greek
λύνω — και λύω και λυώ (AM λύω, Μ και λύνω και λυῶ) 1. ανοίγω ή χαλαρώνω κάτι δεμένο, αφαιρώ τους δεσμούς που συνέχουν ένα πράγμα, ξεδένω, ξελύνω, ξεζώνω, ξεκρεμώ (α. «δεν μπορώ να λύσω αυτόν τον κόμπο» β. «οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῡσαι τὸν ἱμάντα τῶν… … Dictionary of Greek